Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀναμάρτητος, -η, -ον


Ερμηνεία:

[αυτός που δεν έχει αμαρτίες ή δεν έχει αμαρτήσει, αυτός που δεν έχει κάνει λάθη]  



Ετυμολογία:

[< αν-(στερητικό) + αμαρτάνω (παραβαίνω τις Θεϊκές εντολές ή τους ηθικούς κανόνες)](Πλάτων, Θουκυδίδης, αμαρτάνω, Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο 8,7, αναμάρτητος)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Οὐδ' ἡ γῆς ἀναμάρτητος.. …[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: